- νεροκολόκυθο
- το, και νεροκολοκύθα, ηο καρπός τής νεροκολοκυθιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκλιά — και αγκλία και αγκιλιά και αγλιά και αντλιά, η [αντλία] 1. μεταλλικό, ξύλινο ή δερμάτινο σκεύος με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδι ή πηγή ή διοχετεύεται υγρό από δοχείο σε δοχείο (αλλιώς κουβάς) 2. κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που… … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
νεροκολοκύθα — νεροκολοκύθα, η και νεροκολόκυθο, το ο καρπός της νεροκολοκύθας, που το σκληρό του κέλυφος γίνεται άντλημα, υδροδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλάσκα — η (λ. λατ.) 1. μεγάλο φλασκί (βλ. λ.). 2. δοχείο νερού ή κρασιού κατασκευασμένο από ξεραμένο καρπό του φυτού «φλασκιά» ή από ξύλο, το νεροκολόκυθο, η τσότρα, η πλόσκα, η τσίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)